μέσο σταθερής τροχιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέσο σταθερής τροχιάς | τα | μέσα σταθερής τροχιάς |
γενική | του | μέσου σταθερής τροχιάς | των | μέσων σταθερής τροχιάς |
αιτιατική | το | μέσο σταθερής τροχιάς | τα | μέσα σταθερής τροχιάς |
κλητική | μέσο σταθερής τροχιάς | μέσα σταθερής τροχιάς | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέσο σταθερής τροχιάς < → δείτε τις λέξεις μέσο, σταθερός και τροχιά• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μέσο σταθερής τροχιάς ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) μέσο συγκοινωνίας το οποίο κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές
- ※ Η ιστορία των μέσων σταθερής τροχιάς ξεκινά από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν κατασκευάσει «λίθινους αύλακας», όπου μέσα τους μπορούσε να κινηθεί οποιοδήποτε τροχοφόρο της εποχής. Παράδειγμα τέτοιου λίθινου αυλακωτού ήταν ο «τροχιόδρομος» που συνέδεε την Αθήνα με τον Πειραιά.
- Αικατερίνη Μιχαλά, Τα μέσα σταθερής τροχιάς από το 19ο αιώνα έως το 1974: ανάπτυξη, λειτουργία, διαφαινόμενα αδιέξοδα, διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας, 2012, σελ. 20
- ※ Η ιστορία των μέσων σταθερής τροχιάς ξεκινά από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν κατασκευάσει «λίθινους αύλακας», όπου μέσα τους μπορούσε να κινηθεί οποιοδήποτε τροχοφόρο της εποχής. Παράδειγμα τέτοιου λίθινου αυλακωτού ήταν ο «τροχιόδρομος» που συνέδεε την Αθήνα με τον Πειραιά.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ΜΣΤ (συντομογραφία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέσο σταθερής τροχιάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)