μαγεριά
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγεριά < μαγερ- (πρβλ μαγέρικο, μαγερειό, μάγερας / μάγειρας) + -ιά (κατάληξη που δηλώνει ποσότητα -πρβλ κουταλιά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγεριά θηλυκό και μαγειριά
- η ποσότητα φαγητού που μπορεί να μαγειρευτεί σε ένα συγκεκριμένο σκεύος (καζάνι, κατσαρόλα κ.λπ)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγεριά