μαζοχίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαζοχίστρια < μαζοχιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαζοχίστρια θηλυκό
- κάποια που απολαμβάνει την αίσθηση του πόνου, είτε ψυχολογικά είτε σωματικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαζοχίστρια