μαθές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαθές < μεσαιωνική ελληνική μαθές / μαθέ < μαθώς[1] < μαθών < αρχαία ελληνική μαθών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος μανθάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mn̥(s)-dʰh₁- < *men- (μιμνήσκω) + *dʰeh₁- (τίθημι)
Επίρρημα[επεξεργασία]
μαθές
- (ιδιωματικό) δηλαδή
- (ιδιωματικό) αλήθεια, άραγε
- (κρητικά) βέβαια, ασφαλώς
- — Πότισες τα ζα; —Ναι μαθές !
- ※ Ἐκεῖνος ποὺ ἦτον δικός του ὁ γάλος, ἦρθε μεσάνυχτα κ᾽ ἐφώναζε, ἔκανε τὸ κακό, καὶ μᾶς φοβέριζε ὅλους, κ᾽ ἡ φαμίλια σου, ἐπειδὴς τὸν εἶχε κόψει τὸ γάλο, μαθές, καὶ τὸν εἶχε βάλει στὸ τσουκάλι, βρέθηκε στὰ στενά. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μαθαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαθές
- ↑ ή από την προστακτική μάθε