μαθουσάλειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαθουσάλειος < Μαθουσάλας
Επίθετο[επεξεργασία]
μαθουσάλειος, -α, -ο
- τόσο μεγάλος σε ηλικία όσο ο Μαθουσάλας, υπέργηρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαθουσάλειος