μακροεπίπεδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.kɾo.eˈpi.pe.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρο‐ε‐πί‐πε‐δο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακροεπίπεδο ουδέτερο
- (νεολογισμός) επίπεδο ή κλίμακα που βρίσκονται σε ευρύτερο πλαίσιο από κάτι άλλο
- ※ Το Γραφείο τονίζει, επίσης, ότι παρά τις βελτιώσεις που σημειώνονται σε μακροεπίπεδο, τα σημάδια της κρίσης είναι εμφανή σε επίπεδο επιχειρήσεων και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να βαδίσει η χώρα στο μονοπάτι της εξωστρέφειας και της ανάπτυξης. (Ειρήνη Χρυσολωρά, Γρ. Προϋπολογισμού: «Με χρεοκοπία κινδυνεύει η Ελλάδα εάν δεν υπάρξει σοβαρή ελάφρυνση χρέους», Η Καθημερινή, 7 Νοεμβρίου 2017)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακροεπίπεδο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μακρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)