μακροεπίπεδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μακροεπίπεδο τα μακροεπίπεδα
      γενική του μακροεπιπέδου
μακροεπίπεδου
των μακροεπιπέδων
    αιτιατική το μακροεπίπεδο τα μακροεπίπεδα
     κλητική μακροεπίπεδο μακροεπίπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακροεπίπεδο < μακρο- + επίπεδο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.kɾo.eˈpi.pe.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐κρο‐ε‐πί‐πε‐δο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακροεπίπεδο ουδέτερο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr