μικροεπίπεδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.kɾo.eˈpi.pe.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐ε‐πί‐πε‐δο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροεπίπεδο ουδέτερο
- (νεολογισμός) επίπεδο ή κλίμακα που βρίσκονται σε πλαίσιο μικρότερα από κάτι άλλο
- ※ Η προσπάθεια ερμηνείας του αποτελέσματος του πρώτου δημοψηφίσματος της ύστερης μεταπολιτευτικής περιόδου είναι πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη. Στο μικροεπίπεδο της ανάλυσης είναι ιδιαίτερα δημοφιλής η ταξική διάσταση της ψήφου με τα επί μέρους κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα η ηλικία. (Αναστασία Καφέ, Οι «κλειστοί ορίζοντες» του «Οχι», Το Βήμα, 11 Ιουλίου 2015)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροεπίπεδο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)