μανδαρινισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανδαρινισμός < μανδαρίνος + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανδαρινισμός αρσενικό
- η αυτοκρατορία της γραφειοκρατίας, η ακραία γραφειοκρατική νοοτροπία που στραγγαλίζει οτιδήποτε νεωτεριστικό ή και ανθρώπινο, η προσήλωση στην εξουσία του γράμματος του νόμου, του τύπου, δηλαδή του τυπικά ορθού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μανδαρινισμός