μανιχαϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μανιχαϊκός η μανιχαϊκή το μανιχαϊκό
      γενική του μανιχαϊκού της μανιχαϊκής του μανιχαϊκού
    αιτιατική τον μανιχαϊκό τη μανιχαϊκή το μανιχαϊκό
     κλητική μανιχαϊκέ μανιχαϊκή μανιχαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μανιχαϊκοί οι μανιχαϊκές τα μανιχαϊκά
      γενική των μανιχαϊκών των μανιχαϊκών των μανιχαϊκών
    αιτιατική τους μανιχαϊκούς τις μανιχαϊκές τα μανιχαϊκά
     κλητική μανιχαϊκοί μανιχαϊκές μανιχαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανιχαϊκός < Μανιχαίος

Επίθετο[επεξεργασία]

μανιχαϊκός,ή,ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]