μανιχαϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανιχαϊκός < Μανιχαίος
Επίθετο[επεξεργασία]
μανιχαϊκός,ή,ό
- σχετικός με το μανιχαϊσμό