μαντζουριανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαντζουριανός < Μαντζουρία < Manshū (ιαπωνική ονομασία της περιοχής)
Επίθετο[επεξεργασία]
μαντζουριανός,ή,ό
- σχετικός με τη Μαντζουρία, καταγόμενος από εκεί, προερχόμενος από εκεί
- έχει φέρει ένα καταπληκτικό μαντζουριανό χαλί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαντζουριανός