μαρτυριάρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρτυριάρικος η μαρτυριάρικη το μαρτυριάρικο
      γενική του μαρτυριάρικου της μαρτυριάρικης του μαρτυριάρικου
    αιτιατική τον μαρτυριάρικο τη μαρτυριάρικη το μαρτυριάρικο
     κλητική μαρτυριάρικε μαρτυριάρικη μαρτυριάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρτυριάρικοι οι μαρτυριάρικες τα μαρτυριάρικα
      γενική των μαρτυριάρικων των μαρτυριάρικων των μαρτυριάρικων
    αιτιατική τους μαρτυριάρικους τις μαρτυριάρικες τα μαρτυριάρικα
     κλητική μαρτυριάρικοι μαρτυριάρικες μαρτυριάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρτυριάρικος < μαρτυριάρης

Επίθετο[επεξεργασία]

μαρτυριάρικος, -η, -ο

  1. σχετικός με τον μαρτυριάρη
  2. που μοιάζει με τον μαρτυριάρη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]