μαρτυριάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρτυριάρικος < μαρτυριάρης
Επίθετο[επεξεργασία]
μαρτυριάρικος, -η, -ο
- σχετικός με τον μαρτυριάρη
- που μοιάζει με τον μαρτυριάρη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρτυριάρικος
|