ματσακονιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ματσακονιστής < ματσακόνι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ματσακονιστής αρσενικό, πληθυντικός ματσακονιστές
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) ο ναύτης καταστρώματος, ή εργάτης ναυπηγείου που χειρίζεται ματσακόνι, ή αεροματσάκονο ή ηλεκτροματσάκονο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ματσακονιστής
|