μαϊμουδιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαϊμουδιά | οι | μαϊμουδιές |
γενική | της | μαϊμουδιάς | των | μαϊμουδιών |
αιτιατική | τη | μαϊμουδιά | τις | μαϊμουδιές |
κλητική | μαϊμουδιά | μαϊμουδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαϊμουδιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαϊμουδιά θηλυκό
- η χρησιμοποίηση πλαστών στοιχείων για την επίτευξη ενός στόχου
- σε αυτόν το διαγωνισμό γίνανε πολλές μαϊμουδιές
- αντικείμενο που είναι απομίμηση, μαϊμού
- (οικείο) η ζημιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαϊμουδιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)