μεταδημοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταδημοκρατία < μετα- + δημοκρατία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική post-democracy)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταδημοκρατία θηλυκό
- (πολιτική, νεολογισμός) συνθήκες όπου η οργάνωση της πολιτικής ζωής εκχωρεί περισσότερες εξουσίες στα επιχειρηματικά συμφέροντα, περιορίζοντας τις πολιτικές ισότητας αποσκοπώντας στην ανακατανομή της εξουσίας και του πλούτου, ενώ η μάζα των πολιτών περιορίζεται στο ρόλο του παθητικού θεατή που χειραγωγείται εύκολα και σπανίως δραστηριοποιείται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταδημοκρατία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)