μεταδιδάκτορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταδιδάκτορας οι μεταδιδάκτορες
      γενική του μεταδιδάκτορα των μεταδιδακτόρων
    αιτιατική τον μεταδιδάκτορα τους μεταδιδάκτορες
     κλητική μεταδιδάκτορα μεταδιδάκτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταδιδάκτορας < μετα- + διδάκτορας, → δείτε τη λέξη μεταδιδακτορικός (< (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική postdoctoral researcher)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταδιδάκτορας αρσενικό (θηλυκό: μεταδιδακτόρισσα)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]