μεταδιδάκτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταδιδάκτορας < μετα- + διδάκτορας, → δείτε τη λέξη μεταδιδακτορικός (< (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική postdoctoral researcher)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταδιδάκτορας αρσενικό (θηλυκό: μεταδιδακτόρισσα)
- (νεολογισμός) κάτοχος διδακτορικού διπλώματος που διεξάγει ειδική έρευνα (μεταδιδακτορική) σε κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα ή ερευνητικό κέντρο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- μεταδιδακτορικός ερευνητής (θηλυκό: μεταδιδακτορική ερευνητήτρια)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταδιδάκτορας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)