μετρολαγνεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετρολαγνεία οι μετρολαγνείες
      γενική της μετρολαγνείας των μετρολαγνειών
    αιτιατική τη μετρολαγνεία τις μετρολαγνείες
     κλητική μετρολαγνεία μετρολαγνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετρολαγνεία < μέτρ(ο) + -ο- + λαγνεία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.tɾo.laˈɣni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τρο‐λα‐γνεί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετρολαγνεία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr