μικροεφαρμογή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροεφαρμογή < μικρο- + εφαρμογή (1.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική widget· 2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική screenlet)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροεφαρμογή θηλυκό
- (νεολογισμός) (πληροφορική) ειδική εφαρμογή υπολογιστικού συστήματος (κινητού, ταμπλέτας, υπολογιστή κ.λπ.), που δεν περιέχει -συνήθως- πολλές γραμμές κώδικα και εκτελεί -συνήθως- μία μικρή συγκεκριμένη εργασία
- (νεολογισμός) (πληροφορική) ειδική εφαρμογή υπολογιστικού συστήματος (κινητού, ταμπλέτας, υπολογιστή κ.λπ.), που δεν περιέχει -συνήθως- πολλές γραμμές κώδικα, εκτελεί -συνήθως- μία μικρή συγκεκριμένη εργασία και -συνήθως- εκτελείται και εμφανίζεται στην επιφάνεια εργασίας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)