μικροσωματίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροσωματίδιο | τα | μικροσωματίδια |
γενική | του | μικροσωματίδιου & μικροσωματιδίου |
των | μικροσωματίδιων & μικροσωματιδίων |
αιτιατική | το | μικροσωματίδιο | τα | μικροσωματίδια |
κλητική | μικροσωματίδιο | μικροσωματίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροσωματίδιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) πολύ μικρό σωματίδιο, που η διάμετρός του μετριέται σε μικρόμετρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροσωματίδιο