μικροχειρουργικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροχειρουργικός η μικροχειρουργική το μικροχειρουργικό
      γενική του μικροχειρουργικού της μικροχειρουργικής του μικροχειρουργικού
    αιτιατική τον μικροχειρουργικό τη μικροχειρουργική το μικροχειρουργικό
     κλητική μικροχειρουργικέ μικροχειρουργική μικροχειρουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροχειρουργικοί οι μικροχειρουργικές τα μικροχειρουργικά
      γενική των μικροχειρουργικών των μικροχειρουργικών των μικροχειρουργικών
    αιτιατική τους μικροχειρουργικούς τις μικροχειρουργικές τα μικροχειρουργικά
     κλητική μικροχειρουργικοί μικροχειρουργικές μικροχειρουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροχειρουργικός < μικροχειρουργ(ός) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μικροχειρουργικός, -ή, -ό

  • σχετικός με τον μικροχειρουργό ή αναφέρεται σ’ αυτόν και στις εγχειρήσεις που κάνει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]