μολυβδοσωλήν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μολυβδοσωλήν οἱ μολυβδοσωλῆνες
      γενική τοῦ μολυβδοσωλῆνος τῶν μολυβδοσωλήνων
      δοτική τῷ μολυβδοσωλῆνι τοῖς μολυβδοσωλῆσι(ν)
    αιτιατική τὸν μολυβδοσωλῆνα τοὺς μολυβδοσωλῆνας
     κλητική ! μολυβδοσωλήν μολυβδοσωλῆνες
3η κλίση, Κατηγορία 'σωλήν' όπως «σωλήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μολυβδοσωλήν ήδη από το 1887 στον πληθυντικό μολυβδοσωλῆνες [1] → και δείτε τη λέξη μολυβδοσωλήνας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μολυβδοσωλήν, -ῆνος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 644, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου