μονοποικιλιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοποικιλιακός η μονοποικιλιακή το μονοποικιλιακό
      γενική του μονοποικιλιακού της μονοποικιλιακής του μονοποικιλιακού
    αιτιατική τον μονοποικιλιακό τη μονοποικιλιακή το μονοποικιλιακό
     κλητική μονοποικιλιακέ μονοποικιλιακή μονοποικιλιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοποικιλιακοί οι μονοποικιλιακές τα μονοποικιλιακά
      γενική των μονοποικιλιακών των μονοποικιλιακών των μονοποικιλιακών
    αιτιατική τους μονοποικιλιακούς τις μονοποικιλιακές τα μονοποικιλιακά
     κλητική μονοποικιλιακοί μονοποικιλιακές μονοποικιλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοποικιλιακός < μονο- + ποικιλία + -ακός

Επίθετο[επεξεργασία]

μονοποικιλιακός, -ή, -ό

  • που φτιάχνεται από μία μόνο ποικιλία ή περιλαμάνει μία μόνο ποικιλία από κάποιο είδος
    Απλώς, όταν ένα χαρμάνι ή ένας μονοποικιλιακός καφές μάς εντυπωσιάσει, μας αρέσει να το μοιραζόμαστε με τους δικούς μας ανθρώπους. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]