μονοποικιλιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοποικιλιακός, -ή, -ό
- που φτιάχνεται από μία μόνο ποικιλία ή περιλαμάνει μία μόνο ποικιλία από κάποιο είδος
- Απλώς, όταν ένα χαρμάνι ή ένας μονοποικιλιακός καφές μάς εντυπωσιάσει, μας αρέσει να το μοιραζόμαστε με τους δικούς μας ανθρώπους. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοποικιλιακός
|