μονοστιβαδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοστιβαδικός
- που αποτελείται από μία μόνο στιβάδα
- ↪ μονοστιβαδικός υμένας
- ↪ μονοστιβαδικός άνθρακας / μονοστιβαδικός γραφίτης
- → δείτε τη λέξη γραφένιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοστιβαδικός
|