μονοφυσίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονοφυσίτης < μεσαιωνική ελληνική Μονοφυσίτης < μονο- + φύσις + ίτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονοφυσίτης αρσενικό (θηλυκό μονοφυσίτισσα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μονοφυσίτισσα
- μονοφυσιτισμός
- μονοφυσιτικός
- → δείτε τις λέξεις μόνος και φύση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονοφυσίτης
|