μοντελάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοντελάς οι μοντελάδες
      γενική του μοντελά των μοντελάδων
    αιτιατική τον μοντελά τους μοντελάδες
     κλητική μοντελά μοντελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοντελάς < μοντέλ(ο) + -άς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.deˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐ντε‐λάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοντελάς αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]