μοντελάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mo.deˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐ντε‐λάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοντελάς αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει καλούπια (μοντέλα), ο προτυποποιός
- ※ Οι ήρωες του έργου είναι εργάτες και εργάτριες, συγκολλητές, μονταδόροι, πιρτσινωτές, μοντελάδες, οικοδόμοι, σχεδιαστές και τεχνικοί επιστήμονες. Ολοι εργαζόμενοι στον κοινωνικό τομέα της παραγωγής, συγκεκριμένα στα ναυπηγεία «Λάντα» και κατοικούν στην εργατική πολιτεία που είναι χτισμένη γύρω από αυτά.
- Βιβλιοπαρουσίαση: Λογοτεχνικές εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής» αφιερωμένες στην εργατική τάξη, Κομμουνιστική Επιθεώρηση, Τεύχος 4, 2011
- ※ Έτσι λοιπόν οι προτυποποιοί (μοντελάδες) χρησιμοποιούν όργανα μέτρησης των οποίων οι υποδιαιρέσεις είναι μεγαλύτερες από αυτές των κοινών οργάνων κατά ένα ποσοστό ανάλογο προς το είδος του μετάλλου που θα χυτευτεί.
- Δ. Δελλαπόρτας, Θ. Μανίκας, Ε. Τσούμας, Τεχνολογία Μηχανολογικών Κατασκευών, ΙΤΥΕ - ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ, σελ 359
- ※ 7541 Αγγειοπλαστικής και κεραμουργίας, προτυποποιοί (μοντελάδες)
- Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, Αλφαβητικός Κώδικας των Ατομικών Επαγγελμάτων, Αθήνα, 1999
- ※ Οι ήρωες του έργου είναι εργάτες και εργάτριες, συγκολλητές, μονταδόροι, πιρτσινωτές, μοντελάδες, οικοδόμοι, σχεδιαστές και τεχνικοί επιστήμονες. Ολοι εργαζόμενοι στον κοινωνικό τομέα της παραγωγής, συγκεκριμένα στα ναυπηγεία «Λάντα» και κατοικούν στην εργατική πολιτεία που είναι χτισμένη γύρω από αυτά.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοντελάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)