μορμυρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μορμυρισμός αρσενικό
- κελάρυσμα
- παφλασμός
- μουρμουρητό
- Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορμυρισμός
|