μορφωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μορφωτής οι μορφωτές
      γενική του μορφωτή των μορφωτών
    αιτιατική τον μορφωτή τους μορφωτές
     κλητική μορφωτή μορφωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μορφωτής < μορφώ(νω) + -τής• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moɾ.foˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μορ‐φω‐τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μορφωτής αρσενικό

  • άτομο το οποίο διαμορφώνει κάποια κατάσταση
    ※  Ο Γαίγκερ (Werner Jaeger, 1888-1961) αναφέρει πως «ο παιδευτικός ρόλος των Ελλήνων μέσα στην ιστορία της αγωγής στάθηκε μια από τις κυριότερες αιτίες του κοσμοϊστορικού τους έργο. Οι Έλληνες έγιναν ο λαός μορφωτής της ανθρωπότητας, γιατί είναι οι πραγματικοί δημιουργοί της παιδείας, δηλ. της γνήσιας ανθρώπινης παιδείας».
    Ανθρωπιστικές σπουδές – Προβλήματα και προβληματισμοί | Μέρος Α’ (12 Μαΐου 2022), Δρόμος της αριστεράς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • μορφωτής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)