μπαλαμούτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαλαμούτι τα μπαλαμούτια
      γενική του μπαλαμουτιού των μπαλαμουτιών
    αιτιατική το μπαλαμούτι τα μπαλαμούτια
     κλητική μπαλαμούτι μπαλαμούτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπαλαμούτι < σλαβικής προέλευσης balamut (πβ. ρωσικά баламут)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπαλαμούτι ουδέτερο

(λαϊκότροπο)
  1. κόλπο, απάτη, ψέμα, εξαπάτηση, ιδιαίτερα σε χαρτοπαιξία
    ※  Η είσοδος στο Κανόνι του απαγορευόταν ισοβίως και έβγαινε βρόμα ότι ο τύπος πήγε να παίξει μπαλαμούτι στο Καν-Καν, που ισοδυναμούσε με γενικο αποκλεισμό του απ' όλα τα καθαρά μπιτιρίνια και τα γνωστρά κέντρα διασκέδασης (Ιερώνυμος Λύκαρης, Η ζήλια είναι μαχαιριά, εκδ. Καστανιώτη, 2014)
  2. ερωτικά χάδια, αγκαλιές, φιλιά, ερωτοτροπία
    ※  ενώ οι πιο συντηρητικές απέκλειαν παραβίαση του παρθενικού υμένα, τον οποίο διαφύλασσαν δώρο αγνότητας στον μέλλοντα γαμπρό, και την ίδια ώρα εκθείαζαν το μπαλαμούτι και το «πινέλο», συνοδευόμενα από ένα βασιλικό γλείψιμο (Άννα Μιχαλιτσιάνου, Τελευταία διορία, εκδ. Καστανιώτη, 2014)
  3. μη συναινετικό χούφτωμα
    ※  Κάποια στιγμή με στρίμωχνε και προσπαθούσε να με χουφτώσει. Η αντίστασή μου της έσπαγε τα νεύρα. Άρχισα τελικά να θεωρώ το μπαλαμούτι αναπόσπαστο κομμάτι της φιλίας μας. (Αμάντα Μιχαλοπούλου, Πώς να κρυφτείς, εκδ. Καστανιώτη, 2010)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]