μπασιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπασιά | οι | μπασιές |
γενική | της | μπασιάς | των | μπασιών |
αιτιατική | την | μπασιά | τις | μπασιές |
κλητική | μπασιά | μπασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπασιά < μεσαιωνική ελληνική (ἐ)μπασιά < ἐμπασία < (ελληνιστική κοινή) ἔμβασις < αρχαία ελληνική ἐμβαίνω < βαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπασιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) είσοδος, το μέρος από το οποίο εισέρχεσαι κάπου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)