μπιζουτιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιζουτιέρα οι μπιζουτιέρες
      γενική της μπιζουτιέρας
    αιτιατική την μπιζουτιέρα τις μπιζουτιέρες
     κλητική μπιζουτιέρα μπιζουτιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπιζουτιέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bijoutière (κατασκευάστρια ή πωλήτρια κοσμημάτων / μπιζού) < bijou (μπιζού) + -t-ière (-ιέρα) [1]
Μπιζουτιέρα με κοσμήματα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bi.zuˈtçe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπι‐ζου‐τιέ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπιζουτιέρα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]