μπιζουτιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπιζουτιέρα | οι | μπιζουτιέρες |
γενική | της | μπιζουτιέρας | — | |
αιτιατική | την | μπιζουτιέρα | τις | μπιζουτιέρες |
κλητική | μπιζουτιέρα | μπιζουτιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπιζουτιέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bijoutière (κατασκευάστρια ή πωλήτρια κοσμημάτων / μπιζού) < bijou (μπιζού) + -t-ière (-ιέρα) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bi.zuˈtçe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπι‐ζου‐τιέ‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπιζουτιέρα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπιζού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπιζουτιέρα
→ δείτε τη λέξη κοσμηματοθήκη |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μπιζουτιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)