μποβαρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μποβαρισμός οι μποβαρισμοί
      γενική του μποβαρισμού των μποβαρισμών
    αιτιατική τον μποβαρισμό τους μποβαρισμούς
     κλητική μποβαρισμέ μποβαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μποβαρισμός < από την ηρωίδα του Φλομπέρ, Μαντάμ Μποβαρί, μια γυναίκα ρομαντική, που έχει όλη την καλή διάθεση να απατήσει τον άντρα της, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα καλύτερο από το να ονειρεύεται

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μποβαρισμός αρσενικό