μυζητήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυζητήρ οἱ μυζητῆρες
      γενική τοῦ μυζητῆρος τῶν μυζητήρων
      δοτική τῷ μυζητῆρι τοῖς μυζητῆρσι(ν)
    αιτιατική τὸν μυζητῆρα τοὺς μυζητῆρας
     κλητική ! μυζητήρ μυζητῆρες
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυζητήρ (μαρτυρείται από το 1887) [1] < → και δείτε τη λέξη μυζητήρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυζητήρ, -ῆρος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 676, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου