μυθιστοριογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυθιστοριογραφικός η μυθιστοριογραφική το μυθιστοριογραφικό
      γενική του μυθιστοριογραφικού της μυθιστοριογραφικής του μυθιστοριογραφικού
    αιτιατική τον μυθιστοριογραφικό τη μυθιστοριογραφική το μυθιστοριογραφικό
     κλητική μυθιστοριογραφικέ μυθιστοριογραφική μυθιστοριογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυθιστοριογραφικοί οι μυθιστοριογραφικές τα μυθιστοριογραφικά
      γενική των μυθιστοριογραφικών των μυθιστοριογραφικών των μυθιστοριογραφικών
    αιτιατική τους μυθιστοριογραφικούς τις μυθιστοριογραφικές τα μυθιστοριογραφικά
     κλητική μυθιστοριογραφικοί μυθιστοριογραφικές μυθιστοριογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυθιστοριογραφικός < μυθιστοριογραφία

Επίθετο[επεξεργασία]

μυθιστοριογραφικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]