μυρσινέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυρσινέλαιο | τα | μυρσινέλαια |
γενική | του | μυρσινέλαιου & μυρσινελαίου |
των | μυρσινέλαιων & μυρσινελαίων |
αιτιατική | το | μυρσινέλαιο | τα | μυρσινέλαια |
κλητική | μυρσινέλαιο | μυρσινέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /miɾ.siˈne.le.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυρ‐σι‐νέ‐λαι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μυρσινέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυρσινέλαιο
|