μόνωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μόνωσῐς αἱ μονώσεις
      γενική τῆς μονώσεως τῶν μονώσεων
      δοτική τῇ μονώσει ταῖς μονώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μόνωσῐν τὰς μονώσεις
     κλητική ! μόνωσῐ μονώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονώσει
γεν-δοτ τοῖν  μονωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μόνωσις < μονόω / μονῶ + -σις (-ωσις)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μόνωσις, -εως θηλυκό