Μετάβαση στο περιεχόμενο

νανοηλεκτρονική

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νανοηλεκτρονική οι νανοηλεκτρονικές
      γενική της νανοηλεκτρονικής των νανοηλεκτρονικών
    αιτιατική τη νανοηλεκτρονική τις νανοηλεκτρονικές
     κλητική νανοηλεκτρονική νανοηλεκτρονικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νανοηλεκτρονική < νανο- + ηλεκτρονική, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nanoelectronics

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /na.no.i.lek.tɾo.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νανοηλεκτρονική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νανοηλεκτρονική θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]