νανοηλεκτρονική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νανοηλεκτρονική < νανο- + ηλεκτρονική, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nanoelectronics
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /na.no.i.lek.tɾo.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : να‐νο‐η‐λεκ‐τρο‐νι‐κή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νανοηλεκτρονική θηλυκό
- (νεολογισμός, φυσική) η χρήση νανοτεχνολογίας για τη δημιουργία ηλεκτρονικών στοιχείων και η μελέτη τους
- ※ Το 2016, η Ρωσία και η Ελλάδα έχουν ήδη υπογράψει μνημόνιο για τη συνεργασία στον τομέα της κβαντικής τεχνολογίας και μηχανικής. Προβλέπεται η από κοινού επιχορήγηση των έργων στην κβαντική νανοηλεκτρονική και στη νανοφωτονική. (Ηλίας Μπέλλος, «Εμείς είμαστε εδώ και περιμένουμε τις ελληνικές εταιρείες», Η Καθημερινή, 30 Ιανουαρίου 2017)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νανοηλεκτρονική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νανο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)