ναυτότοπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /naˈfto.to.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναυ‐τό‐το‐πος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναυτότοπος αρσενικό
- περιοχή η οποία έχει έντονη ναυτιλιακή δραστηριότητα
- ※ Ως ναυτότοπος έχει χαρακτηριστεί στην πρόσφατη βιβλιογραφία ένα νησιωτικό ή ηπειρωτικό λιμάνι, το οποίο διέθετε για τουλάχιστον τριάντα χρόνια κατά την υπό εξέταση περίοδο στόλο τουλάχιστον δέκα ποντοπόρων ιστιοφόρων σκαφών.
- Απόστολος Δελής. Ναυπήγηση και συνεταιριστική διαχείριση (συμπλοιοκτησία) εμπορικών ιστιοφόρων στην Ερμούπολη τον 19ο αιώνα, Μνήμων, 2012, 31, 85–114.
- ※ Ως ναυτότοπος έχει χαρακτηριστεί στην πρόσφατη βιβλιογραφία ένα νησιωτικό ή ηπειρωτικό λιμάνι, το οποίο διέθετε για τουλάχιστον τριάντα χρόνια κατά την υπό εξέταση περίοδο στόλο τουλάχιστον δέκα ποντοπόρων ιστιοφόρων σκαφών.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυτότοπος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ναυτότοπος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ναυτό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τοπος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)