νεκροθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκροθήκη οι νεκροθήκες
      γενική της νεκροθήκης των νεκροθηκών
    αιτιατική τη νεκροθήκη τις νεκροθήκες
     κλητική νεκροθήκη νεκροθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεκροθήκη < νεκρ(ος) + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεκροθήκη θηλυκό

  • μέρος στο οποίο τοποθετείται νεκρός

 συνώνυμα: φέρετρο, σαρκοφάγος, οστεοθήκη , λειψανοθήκη, υδρία για τοποθέτηση της σποδού του νεκρού (στην αρχαιότητα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]