νεκρολίβανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεκρολίβανο τα νεκρολίβανα
      γενική του νεκρολίβανου των νεκρολίβανων
    αιτιατική το νεκρολίβανο τα νεκρολίβανα
     κλητική νεκρολίβανο νεκρολίβανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεκρολίβανο < νεκρο- + λιβάν(ι) + -ο[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.kɾoˈli.va.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐κρο‐λί‐βα‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεκρολίβανο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]