νευροενδοκρινολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευροενδοκρινολογικός < νευροενδοκρινολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
νευροενδοκρινολογικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την νευροενδοκρινολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευροενδοκρινολογικός
|