νησσοτρόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νησσοτρόφος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα νησσοτρόφος, ήδη το 1894.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε νήσσ(α) + -ο- + -τρόφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νησσοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με τη νησσοτροφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις νησσοτροφία, νήσσα και τρέφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νησσοτρόφος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 698, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές[επεξεργασία]
- s.v. νησσοτροφία, «νησσοτρόφος (ο)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρόφος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)