Μετάβαση στο περιεχόμενο

νιτσεράδα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νιτσεράδα οι νιτσεράδες
      γενική της νιτσεράδας των νιτσεράδων
    αιτιατική τη νιτσεράδα τις νιτσεράδες
     κλητική νιτσεράδα νιτσεράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νιτσεράδα < ιταλική incerata < κηρός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νιτσεράδα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]