νιτσεράδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νιτσεράδα οι νιτσεράδες
      γενική της νιτσεράδας των νιτσεράδων
    αιτιατική τη νιτσεράδα τις νιτσεράδες
     κλητική νιτσεράδα νιτσεράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νιτσεράδα < ιταλική incerata < κηρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νιτσεράδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]