νιτσεράδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νιτσεράδα < ιταλική incerata < κηρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νιτσεράδα θηλυκό
- αδιάβροχο πανωφόρι ή οποιοδήποτε επικάλυμμα από μουσαμά
- Ὁ μπαρμπα-Στεφανής ἦτο μέ τήν νιτσεράδα του, μέ τόν κηρωτόν πῖλόν του μέ τόν ἱμάντα δεδεμένον ὑπό τόν πώγωνα (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νιτσεράδα
|