πῖλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πῖλος | οἱ | πῖλοι |
γενική | τοῦ | πίλου | τῶν | πίλων |
δοτική | τῷ | πίλῳ | τοῖς | πίλοις |
αιτιατική | τὸν | πῖλον | τοὺς | πίλους |
κλητική ὦ! | πῖλε | πῖλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πίλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πίλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πῖλος < άγνωστης ετυμολογίας. Δεν έχει επιβεβαιωθεί η σχέση με τη λατινική pilus (τρίχωμα, τρίχα), pileus (καπέλο), λέξεις αγνώστου ετύμου, οπότε, ούτε με την παλαιά άνω γερμανική *filz < Filz (σκούφος), ή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pil- (τρίχα) (*pil-s-o).[1][2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πῖλος, -ου αρσενικό (θηλυκό στον Θεόφραστο)
- μαλλί ή τρίχες κατεργασμένα σε πυκνό πίλημα
- (ύφασμα) μάλλινο ή τσόχινο ύφασμα
- (ενδυμασία) μάλλινο ή τσόχινο κάλυμμα κεφαλής, σκούφος, πίλος
- (υπόδηση) ένδυμα ή υπόδημα από τσόχα
- (ελληνιστική σημασία)
- είδος μύκητα δέντρου με σφαιρικό σχήμα
- μπάλα, σφαίρα
- (φυτό) το είδος Polyporus igniarius (σε εκδόσεις του Θεόφραστου, Περὶ φυτῶν ἱστορία, αρσενικό, και θηλυκό @scaife.perseus)
Παράγωγα[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
πιλο-
πιλο-
παράγωγα & σύνθετα
- ἀπίλητος
- διέμπιλος
- ἐμπιλέομαι, ἐμπιλοῦμαι
- ἐμπίλια (ουδέτερο πληθυντικός)
- εὐπίλητος
- καταπιλέω, καταπιλῶ
- κραταίπιλος
- περιπιλέω, περιπιλῶ
- πιλάριον
- πίλεος
- πιλέω, πιλόω, πιλῶ
- πίλημα
- πίλησις
- πιλητικός
- πιλητός
- πιλίδιον
- πίλινος
- πιλίον
- πιλίσκος
- πιλοειδής
- πιλοφορέω, πιλοφορῶ
- πιλοφορικός
- πιλοφόρος
- πιλοποιία, πιλοποιΐα
- πιλοποιικός, πιλοποιϊκός
- πιλοποιός
- πιλώδης
- πίλωσις
- πιλωτάριος
- πιλωτός
- πλατύπιλος
- συμπιλέω, συμπιλόω, συμπιλῶ
- συμπίλημα
- συμπίλησις
- συμπηλιτικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πίλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πῖλος σελ. 1190 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- πῖλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πῖλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Υφάσματα (αρχαία ελληνικά)
- Ενδυμασία (αρχαία ελληνικά)
- Υπόδηση (νέα ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Φυτά (ελληνιστική κοινή)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)