νοολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοολογικός < νοολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
νοολογικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοολογικός
|
νοολογικός, -ή, -ό
|