νοολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοολογικός η νοολογική το νοολογικό
      γενική του νοολογικού της νοολογικής του νοολογικού
    αιτιατική τον νοολογικό τη νοολογική το νοολογικό
     κλητική νοολογικέ νοολογική νοολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοολογικοί οι νοολογικές τα νοολογικά
      γενική των νοολογικών των νοολογικών των νοολογικών
    αιτιατική τους νοολογικούς τις νοολογικές τα νοολογικά
     κλητική νοολογικοί νοολογικές νοολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοολογικός < νοολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

νοολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]