νοσοκόμησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νοσοκόμησις αἱ νοσοκομήσεις
      γενική τῆς νοσοκομήσεως τῶν νοσοκομήσεων
      δοτική τῇ νοσοκομήσει ταῖς νοσοκομήσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν νοσοκόμησιν τὰς νοσοκομήσεις
     κλητική ! νοσοκόμησι νοσοκομήσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοσοκόμησις < μεσαιωνική ελληνική νοσοκόμησις. Μορφολογικά αναλύεται σε νοσοκομέω + -σις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /no.soˈko.mi.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐σο‐κό‐μη‐σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοσοκόμησις θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοσοκόμησις < νοσοκομέω + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοσοκόμησις θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]