ντουλγκέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντουλγκέρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική dülger < περσική درگر (dorgar)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dulˈge.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντουλ‐γκέ‐ρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντουλγκέρης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Ντουλγκέρης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντουλγκέρης
→ δείτε τη λέξη ξυλουργός |
Πηγές
[επεξεργασία]- ντουλγέρης – Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)