Ντουλγκέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ντουλγκέρης < επάγγελμα ντουλγκέρης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dulˈge.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ντουλ‐γκέ‐ρης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ντουλγκέρης αρσενικό (θηλυκό Ντουλγκέρη)