ντούζικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντούζικο | τα | ντούζικα |
γενική | του | ντούζικου | των | ντούζικων |
αιτιατική | το | ντούζικο | τα | ντούζικα |
κλητική | ντούζικο | ντούζικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντούζικο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ντούζικος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντούζικο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) είδος ούζου / ρακής
Πηγές[επεξεργασία]
- ντούζικος, ντούζικο σελ.4938 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντούζικο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ντούζικο