Μετάβαση στο περιεχόμενο

νυκτοβάτης

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νυκτοβάτης οι νυκτοβάτες
      γενική του νυκτοβάτη των νυκτοβατών
    αιτιατική τον νυκτοβάτη τους νυκτοβάτες
     κλητική νυκτοβάτη νυκτοβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νυκτοβάτης < μεσαιωνική ελληνική νυκτοβάτης[1] < αρχαία ελληνική νύξ + βαίνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νυκτοβάτης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. νυκτοβάτης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  • νυκτοβάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • νυκτοβάτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)