ξεγυριστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεγυριστός η ξεγυριστή το ξεγυριστό
      γενική του ξεγυριστού της ξεγυριστής του ξεγυριστού
    αιτιατική τον ξεγυριστό την ξεγυριστή το ξεγυριστό
     κλητική ξεγυριστέ ξεγυριστή ξεγυριστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεγυριστοί οι ξεγυριστές τα ξεγυριστά
      γενική των ξεγυριστών των ξεγυριστών των ξεγυριστών
    αιτιατική τους ξεγυριστούς τις ξεγυριστές τα ξεγυριστά
     κλητική ξεγυριστοί ξεγυριστές ξεγυριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεγυριστός < ξεγυρίζω

Επίθετο[επεξεργασία]

ξεγυριστός

  1. (φωτογραφία) η αποκοπή σύρριζα ενός προσώπου ή αντικειμένου από μια φωτογραφία και η επικόλλησή του σε άλλη
  2. (λαϊκότροπο) αυτός που γυρίζει γύρω γύρω και παίρνει φόρα όπως στη ρίψη σφαίρας
    Έφαγε μια ξεγυριστή στο σαγόνι και το βούλωσε
  3. ..........

Μεταφράσεις[επεξεργασία]