ξεγυριστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεγυριστός < ξεγυρίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ξεγυριστός
- (φωτογραφία) η αποκοπή σύρριζα ενός προσώπου ή αντικειμένου από μια φωτογραφία και η επικόλλησή του σε άλλη
- (λαϊκότροπο) αυτός που γυρίζει γύρω γύρω και παίρνει φόρα όπως στη ρίψη σφαίρας
- Έφαγε μια ξεγυριστή στο σαγόνι και το βούλωσε
- ..........
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεγυριστός
|