οκταετηρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οκταετηρίδα < αρχαία ελληνική ὀκταετηρίς < ὀκτώ + ἐτηρίς (<ἔτος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οκταετηρίδα θηλυκό
οκταετηρίδα θηλυκό